- τάπωμα
- το, -ατος1. το βούλωμα με τάπα, το καπάκωμα: Η δουλειά του είναι το τάπωμα των βαρελιών.2. η τάπα, το πώμα: Βάλε τάπωμα στο μπουκάλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.